furlough$30473$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

furlough$30473$ - translation to ελληνικό

TEMPORARY LEAVE OF EMPLOYEES DUE TO SPECIAL NEEDS OF A COMPANY OR EMPLOYER
Work furlough; Verlof; Coronavirus furlough scheme; Floating status; Furloughed

furlough      
n. άδεια απουσίας
redundancy pay         
TEMPORARY LEAVE OF EMPLOYEES DUE TO SPECIAL NEEDS OF A COMPANY OR EMPLOYER, WHICH MAY BE DUE TO ECONOMIC CONDITIONS OF A SPECIFIC EMPLOYER OR IN SOCIETY AS A WHOLE
Layoffs; Reduction in force; Reduction in Force; Laid Off; Redundancy (law); Force Shaping; Lay-off; Rightsize; Workforce reduction; Temporary layoff; Laid off; Rightsizing; Redundancy pay; Personnel downsizing; Laid-off; Redundancy payment; Redundancy payments; Displaced workers; Right sizing; Made redundant; Laying off
αποζημίωση για απόλυση

Ορισμός

Furloughed

Βικιπαίδεια

Furlough

A furlough (; from Dutch: verlof, "leave of absence") is a temporary leave of employees due to special needs of a company or employer, which may be due to economic conditions of a specific employer or in society as a whole. These furloughs may be short or long term.